καμαρωτός — ή, ό επίρρ. ά περήφανος, κορδωτός: Λεβέντες καμαρωτοί έλαβαν μέρος στην παρέλαση. – Περπατά καμαρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμαρωτῶν — καμαρωτός vaulted fem gen pl καμαρωτός vaulted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαρωτόν — καμαρωτός vaulted masc acc sg καμαρωτός vaulted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαρωτοῖς — καμαρωτός vaulted masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαρωτοί — καμαρωτός vaulted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαρωτοῦ — καμαρωτός vaulted masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαρωτήν — καμαρωτός vaulted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμάρωτος — (I) η, ο [καμαρωτός Ι] 1. όποιος δεν έχει καμάρα, αψίδα «ακαμάρωτη στέρνα» 2. αυτός που δεν χωρίστηκε σε κάμαρες, σε δωμάτια (σπίτι ακαμάριαστο) 3. αυτός που δεν σκύβει το κεφάλι, ο αλύγιστος. (II) η, ο [καμαρωτός ΙΙ] όποιος δεν καμαρώνει, δεν… … Dictionary of Greek
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά … Dictionary of Greek